- έχει στην κατοχή του
- поcедува
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κατοχή — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το … Dictionary of Greek
Μεξικού, Πόλη του- — (Ciudad de Mexico). Πόλη (8.591.309 κάτ. το 2000) του Μεξικού, πρωτεύουσα του Ομοσπονδιακού Διαμερίσματος (1.499 τ. χλμ., 8.605.239 κάτ.) και της χώρας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα μιας εκτεταμένης πεδινής ζώνης που ονομάζεται κοιλάδα του Μεξικού.… … Dictionary of Greek
Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
ανταλλαγή — Η αλλαγή ενός πράγματος με έναάλλο. Στις πρωτόγονες οικονομίες, τα οικονομικά αγαθά ανταλλάσσονται πάντοτε μεταξύ τους (ο ψαράς προσφέρει τα ψάρια του στον αγρότη και παίρνει ως αντάλλαγμα σιτάρι), χωρίς προσφυγή στον ενδιάμεσο ρόλο του χρήματος … Dictionary of Greek
Μουσείο Φωνογράφου και Παλαιών Ενθυμημάτων (Λευκάδας) — Είναι εκπληκτικό το πόσα πολλά αντικείμενα έχουν χωρέσει στα περίπου δέκα τετραγωνικά μέτρα ενός ισόγειου χώρου, πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας (Κωνσταντίνου Καλκάνη 12), που καταλαμβάνει αυτό το μουσείο. Τα περισσότερα αντικείμενα … Dictionary of Greek
επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
οικία — Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι. * * * η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία) στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε… … Dictionary of Greek